Κάθε φορά που αγγίζουμε τη φύση, κάτι μέσα μας καθαρίζεται,
όπως το νερό που κυλάει και παρασέρνει τη σκόνη των ημερών. Δεν είναι μόνο το
σώμα που ξεπλένεται, αλλά και η ψυχή που λυτρώνεται από το βάρος των
καθημερινών δεσμών. Ο άνθρωπος, βυθισμένος μέσα στη φασαρία της πόλης, στις
άκαμπτες δομές του πολιτισμού και στη λήθη της τεχνητής ζωής, ξεχνάει πως είναι
παιδί της Γης. Συσσωρεύει πάνω του τη σκόνη της αποξένωσης, τον ιδρώτα της
ανησυχίας και το βάρος μιας προόδου που δεν τον υπηρετεί πάντα, αλλά συχνά τον
φυλακίζει.
Όμως, η φύση παραμένει εκεί. Μια ανάσα δάσους, ένα βλέμμα
προς τον ορίζοντα της θάλασσας, ένα ξάπλωμα πάνω στο υγρό γρασίδι, φέρνουν τον
άνθρωπο ξανά στον πυρήνα του. Είναι σαν να τινάζει τα δεσμά, σαν να αφήνει τη
γη να τον αγγίξει, να τον θυμίσει ποιος είναι πραγματικά. Γιατί η φύση δεν
ζητάει τίποτε· απλώς ανοίγει την αγκαλιά της, προσφέροντας μια σιωπηλή
συμφιλίωση.
Η επιστροφή αυτή μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους.
Εξωτερικά, όταν βαδίζουμε σε μονοπάτια σκεπασμένα με φύλλα, όταν βουτάμε στα
νερά της θάλασσας και αισθανόμαστε το αλμυρό χάδι της, όταν ακουμπάμε το δέρμα
μας στο χώμα και ακούμε τον παλμό της γης. Και εσωτερικά, όταν αφήνουμε τα
όνειρα να μας οδηγήσουν στα μυστικά μονοπάτια της ψυχής μας, εκεί όπου τα
σύμβολα μιλούν την ίδια γλώσσα με τον άνεμο και το κύμα. Και οι δύο δρόμοι,
εξωτερικός και εσωτερικός, είναι στην ουσία το ίδιο: ένας τρόπος να ξαναβρεθεί
η ισορροπία, να αποκατασταθεί το δίκαιο μέσα μας και γύρω μας.
Στη σιωπή του δάσους, η καρδιά μας χτυπά στον ρυθμό των
πουλιών. Στο βουητό της θάλασσας, τα κύτταρά μας θυμούνται την πρωταρχική μήτρα
από όπου αναδύθηκε η ζωή. Στο άρωμα της γης μετά τη βροχή, ξαναβρίσκουμε τη
μνήμη της καταγωγής μας. Και τότε, ο άνθρωπος παύει να είναι ξένος. Ξαναγίνεται
συγγενής με όλα τα όντα, αδερφός με το δέντρο, σύντροφος με το ζώο, παιδί της
ίδιας ανάσας που κινεί τον κόσμο.
Η επαφή αυτή δεν είναι πολυτέλεια· είναι ανάγκη. Χωρίς
αυτήν, ο άνθρωπος ασθενεί, η ψυχή του διψά και το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Όσο
περισσότερο χτίζουμε τείχη από μπετόν και γυαλί, τόσο περισσότερο πνιγόμαστε
μέσα στην ίδια μας την αποξένωση. Η οικολογική κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο
καταστροφή της φύσης· είναι και η καταστροφή του εσωτερικού μας τοπίου. Όταν
κόβουμε τα δάση, κόβουμε τις ρίζες μας. Όταν μολύνουμε τις θάλασσες, μολύνουμε
το ίδιο μας το αίμα. Όταν στραγγίζουμε τα ποτάμια, στραγγίζουμε τη ζωή μέσα
μας.
Γι’ αυτό, το να στραφούμε ξανά προς τη φύση δεν είναι απλώς
μια μορφή αναψυχής. Είναι πράξη θεραπείας, αντίστασης και ελπίδας. Κάθε βήμα σε
ένα μονοπάτι, κάθε βουτιά στο νερό, κάθε βαθιά ανάσα καθαρού αέρα, είναι μια
μικρή επανάσταση απέναντι στην ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να υπάρξουμε ξέχωρα από
τον κόσμο που μας γέννησε.
Η φύση μας αγγίζει για να μας θυμίσει: δεν είμαστε
ιδιοκτήτες της, αλλά μέρη ενός αδιάσπαστου όλου. Και όσο περισσότερο το
κατανοούμε αυτό, τόσο πιο βαθιά καθαρίζουμε, τόσο πιο αληθινά ζούμε.
Εμπνευσμένο από προτάσεις-σκέψεις του Carl Jung, του 1929.